σωφρονῶ

σωφρονῶ
σωφρονέω
to be sound of mind
pres subj act 1st sg (attic epic doric)
σωφρονέω
to be sound of mind
pres ind act 1st sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σωφρονώ — έω, ΝΜΑ, και σαοφρονῶ Α [σώφρων, ονος] είμαι σώφρονας, είμαι στα λογικά μου (α. «εφόσον ζω και αναπνέω και σωφρονώ», Παπαδ. β. «καὶ θεωροῡσι τὸν δαιμονιζόμενον καθήμενον ἱματισμένον καὶ σωφρονοῡντα», ΚΔ. γ. «ἤν δ ἁμάρτω, φάναι Πέρσαι τι λέγειν… …   Dictionary of Greek

  • σωφρονώ — αμτβ., είμαι σώφρονας, έχω σωφροσύνη (φρόνηση), έχω ορθή κρίση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σαοφρονώ — έω, Α (ποιητ. τ.) βλ. σωφρονώ …   Dictionary of Greek

  • συσσωφρονώ — και συνσωφρονῶ, έω, Α [σωφρονώ] είμαι σώφρονας και εγώ μαζί με άλλον, φέρομαι και εγώ με φρόνηση («συνσωφρονεῑν σοι βούλομ ἀλλ οὐ συννοσεῑν», Ευρ.) …   Dictionary of Greek

  • σωφρονητικός — ή, όν, Α [σωφρονῶ] σωφρονικός …   Dictionary of Greek

  • σωφρόνημα — τὸ, Α [σωφρονῶ] πράξη σωφροσύνης …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”